at once
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat once (en) (ιδιωματισμός)
- αμέσως
- ⮡ Come here at once!
- Έλα εδώ αμέσως!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ⮡ Come here at once!
- ταυτόχρονα
- ⮡ He was laughing and crying at once.
- Γελούσε κι έκλαιγε ταυτοχρόνως.
- ≈ συνώνυμα: all at once → και δείτε τη λέξη simultaneously
- ⮡ He was laughing and crying at once.