Ετυμολογία

επεξεργασία
simultaneously < simultaneous + -ly

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɪm.əlˈteɪ̯n.i.əs/,
ΔΦΑ : /ˌsaɪ̯m.əlˈteɪ̯n.i.əs/

  Επίρρημα

επεξεργασία

simultaneously (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ταυτόχρονα, συγχρόνως
    ⮡  He was laughing and crying simultaneously.
    Γελούσε κι έκλαιγε ταυτοχρόνως.
    ⮡  Don’t all speak simultaneously.
    Μη μιλάτε όλοι συγχρόνως.

Συνώνυμα

επεξεργασία