Ετυμολογία

επεξεργασία
in unison < → δείτε τις λέξεις in και unison

  Έκφραση

επεξεργασία

in unison (en)

  1. ομόφωνα, όλοι κάνουμε ή λέμε κάτι ταυτόχρονα
    ⮡  ”Yes”, they all said in unison.
    «Ναι», είπαν όλοι ομόφωνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously
  2. από κοινού, ενιαία, συνεργαζόμαστε γιατί συμφωνούμε
    ⮡  I act in unison with someone.
    Ενεργώ από κοινού με κάποιον.
    ⮡  They fought in unison.
    Καταπολέμησαν από κοινού.
    ⮡  The European Union is acting in unison.
    Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί ενιαία.
  3. (μουσική) μονοφωνικά
    ⮡  We are singing in unison.
    Τραγουδάμε μονοφωνικά.