in unison
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin unison (en)
- ομόφωνα, όλοι κάνουμε ή λέμε κάτι ταυτόχρονα
- ⮡ ”Yes”, they all said in unison.
- «Ναι», είπαν όλοι ομόφωνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously
- από κοινού, ενιαία, συνεργαζόμαστε γιατί συμφωνούμε
- ⮡ I act in unison with someone.
- Ενεργώ από κοινού με κάποιον.
- ⮡ They fought in unison.
- Καταπολέμησαν από κοινού.
- ⮡ The European Union is acting in unison.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί ενιαία.
- ⮡ I act in unison with someone.
- (μουσική) μονοφωνικά
- ⮡ We are singing in unison.
- Τραγουδάμε μονοφωνικά.
- ⮡ We are singing in unison.