ομόφωνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ομόφωνα < ομόφωνος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈmo.fo.na/
Επίρρημα
επεξεργασία
ομόφωνα (τροπικό)
- κατά τρόπο ομόφωνο
- η απόφαση πάρθηκε ομόφωνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομόφωνα