παραθετικά
θετικός unanimously
συγκριτικός more unanimously
υπερθετικός most unanimously

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unanimously < unanimous + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

unanimously (en)

  • ομόφωνα
    ⮡  The proposal was unanimously accepted.
    Η πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή.