Επίρρημα

επεξεργασία

together (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μαζί, με ή κοντά σε κάποιον ή κάτι άλλο
    ⮡  They left together.
    Έφυγαν μαζί.
    ⮡  They always go out together.
    Βγαίνουν πάντα μαζί.
  2. μαζί, για να δύο ή περισσότερα πράγματα να αγγίζουν ή να ενώνονται ή να συνδυάζονται
    ⮡  Tie the ends together.
    Δέσε τις άκρες μαζί.
    ⮡  These facts, together with the new evidence, convinced me.
    Αυτά τα γεγονότα, μαζί με τις νέες αποδείξεις, μ' έπεισαν.
    ⮡  I fit together the two pieces of wood.
    Ένωσα τα δυο κομμάτια ξύλο.
    ⮡  They all came together against me.
    Όλοι ενώθηκαν εναντίον μου.
    ⮡  If you piece together all these details…
    Αν συνδυάσεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
    ⮡  These two colors go together nicely.
    Αυτά τα δύο χρώματα συνδυάζονται ωραία.
  3. έχω δεσμό, για δύο άτομα που έχουν στενή σχέση, για παράδειγμα γάμο
    ⮡  I’m not together with him.
    Δεν έχω δεσμό μαζί του.
    ⮡  He is together with so-and-so./He and so-and-so are together.
    Έχει σχέσεις με τον/την τάδε.
  4. μαζί, συγχρόνως
    ⮡  Don’t speak all together.
    Μη μιλάτε όλοι μαζί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously

Δείτε επίσης

επεξεργασία