together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαtogether (en) (χωρίς παραθετικά)
- μαζί, με ή κοντά σε κάποιον ή κάτι άλλο
- ⮡ They left together.
- Έφυγαν μαζί.
- ⮡ They always go out together.
- Βγαίνουν πάντα μαζί.
- ⮡ They left together.
- μαζί, για να δύο ή περισσότερα πράγματα να αγγίζουν ή να ενώνονται ή να συνδυάζονται
- ⮡ Tie the ends together.
- Δέσε τις άκρες μαζί.
- ⮡ These facts, together with the new evidence, convinced me.
- Αυτά τα γεγονότα, μαζί με τις νέες αποδείξεις, μ' έπεισαν.
- ⮡ I fit together the two pieces of wood.
- Ένωσα τα δυο κομμάτια ξύλο.
- ⮡ They all came together against me.
- Όλοι ενώθηκαν εναντίον μου.
- ⮡ If you piece together all these details…
- Αν συνδυάσεις όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
- ⮡ These two colors go together nicely.
- Αυτά τα δύο χρώματα συνδυάζονται ωραία.
- ⮡ Tie the ends together.
- έχω δεσμό, για δύο άτομα που έχουν στενή σχέση, για παράδειγμα γάμο
- ⮡ I’m not together with him.
- Δεν έχω δεσμό μαζί του.
- ⮡ He is together with so-and-so./He and so-and-so are together.
- Έχει σχέσεις με τον/την τάδε.
- ⮡ I’m not together with him.
- μαζί, συγχρόνως
- ⮡ Don’t speak all together.
- Μη μιλάτε όλοι μαζί.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη simultaneously
- ⮡ Don’t speak all together.