Ετυμολογία

επεξεργασία
all at once < → δείτε τις λέξεις all, at και once

  Έκφραση

επεξεργασία

all at once (en) (ιδιωματισμός)

  1. μεμιάς, ξαφνικά
    All at once he jumped to his feet.
    Πετάχτηκε μεμιάς όρθιος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suddenly
  2. ταυτόχρονα
    He was laughing and crying all at once.
    Γελούσε κι έκλαιγε ταυτοχρόνως.
     συνώνυμα: at once → και δείτε τη λέξη simultaneously