παραθετικά
θετικός suddenly
συγκριτικός more suddenly
υπερθετικός most suddenly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
suddenly < sudden + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

suddenly (en)

  • ξαφνικά, μεμιάς, αιφνιδίως
    ⮡  Really suddenly it started raining.
    Εντελώς ξαφνικά άρχισε να βρέχει.
    ⮡  Suddenly he jumped to his feet.
    Πετάχτηκε μεμιάς όρθιος.

Συνώνυμα

επεξεργασία