Επίρρημα

επεξεργασία

now (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή
    ⮡  What are you doing now?
    Τι κάνεις τώρα;
    ⮡  He’s busy now.
    Είναι απασχολημένος τώρα.
    ⮡  I saw him just now.
    Τον είδα τώρα δα.
    ⮡  Come here now!
    Έλα εδώ αμέσως!
    ⮡  They should be there now.
    Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
    ⮡  All you really have is now.
    Το μόνο που πραγματικά έχεις είναι το τώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις currently και immediately
  2. πια
    ⮡  She is now alone, very old and sick.
    Είναι πια μόνη, πολύ μεγάλη και άρρωστη.
     συνώνυμα: from now on

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

now (en)

  • τώρα που
    ⮡  Now that we are all here…
    Τώρα που είμαστε όλοι εδώ…