now
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
now (en) (χωρίς παραθετικά)
- τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή
- ⮡ What are you doing now?
- Τι κάνεις τώρα;
- ⮡ He’s busy now.
- Είναι απασχολημένος τώρα.
- ⮡ I saw him just now.
- Τον είδα τώρα δα.
- ⮡ Come here now!
- Έλα εδώ αμέσως!
- ⮡ They should be there now.
- Θα έπρεπε να είναι εκεί τώρα.
- ⮡ All you really have is now.
- Το μόνο που πραγματικά έχεις είναι το τώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις currently και immediately
- ⮡ What are you doing now?
- πια, πλέον, αυτή τη στιγμή, αλλά όχι πριν· ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου
- ⮡ She is now alone, very old and sick.
- Είναι πια μόνη, πολύ μεγάλη και άρρωστη.
- ⮡ The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
- Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
- ≈ συνώνυμα: from now on
- ⮡ She is now alone, very old and sick.
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- now (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- now (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 906. ISBN 9780194325684., λήμμα: τώρα