τώρα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τώρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τώ‐ρα
Επίρρημα Επεξεργασία
τώρα
- αυτή τη στιγμή που μιλώ
- ↪ σε περιμένει τώρα
- τη σημερινή εποχή
- ↪ έτσι είναι τώρα τα πράγματα
- φιλικός τρόπος για να ξεκινήσει κανείς μια πρόταση
- ↪ ε, τώρα, τι να σου πω!
Επιφώνημα Επεξεργασία
τώρα!
Ουσιαστικό Επεξεργασία
τώρα ουδέτερο άκλιτο
- το παρόν, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή
Επεξεργασία
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
επίρρημα
|
ουσιαστικό
|