τώρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τώρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τώ‐ρα
Επίρρημα
επεξεργασία
Επιφώνημα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τώρα ουδέτερο άκλιτο
- το παρόν, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επίρρημα
|
ουσιαστικό
|