nu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nu | nus |
θηλυκό | nue | nues |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnu (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnu (fr) αρσενικό
Δανικά (da)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnu (da)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnu (nl)
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnu
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnu (ro)