Δείτε επίσης: Γυμνό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυμνό τα γυμνά
      γενική του γυμνού των γυμνών
    αιτιατική το γυμνό τα γυμνά
     κλητική γυμνό γυμνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το γυμνό στην τέχνη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυμνό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γυμνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝiˈmno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυμνό ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

γυμνό