όχι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- όχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄχι < αρχαία ελληνική οὐχί / οὐκί < οὐχ < οὐκ < οὐ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈo.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐χι
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
όχι
- για αρνητική απάντηση
- - Θέλεις στραγάλια;
- - Όχι, ευχαριστώ
- άρνηση
- όχι καλά / ωραία
- Καταμετρήθηκαν 880.000 όχι' (η αρνητική ψήφος σε δημοψηφίσματα με ερώτημα ναι ή όχι)
- πόσο μάλλον, ακόμα περισσότερο
- ήταν πολύ δύσκολη η άσκηση ακόμα και για τελειόφοιτο, όχι για μαθητή πρώτης τάξης!
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ιδιωματικά:
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- όχι, παίζουμε : χρησιμοποιείται από κάποιον που είναι υπερήφανος για κάποιο κατόρθωμα
- - Δεν το περίμενα ότι θα τα κατάφερνες!
- - Όχι, παίζουμε!
- ο εορτασμός του ΟΧΙ : για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940
- δε θα έλεγα όχι : κατάφαση, θα έλεγα ναι
- όχι θα κάτσω να σκάσω : δεν πρόκειται να στενοχωρηθώ (δε θα σκάσω από τη στενοχώρια μου)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
όχι
|
αυτή η λέξη έχει καταργηθεί