μην
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μην < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μήν < αρχαία ελληνική μή[1]
Μόριο
επεξεργασίαμην ή μη
- (αρνητικό) σε κύριες προτάσεις δηλώνει:
- (αρνητικό) σε δευτερεύουσες προτάσεις δηλώνει:
- (ερωτηματικό) σε ευθείες ερωτήσεις δηλώνει απορία, προσδοκία
- μην είδατε την αγάπη μου;
- (μόνο το μη) με μετοχές, ουσιαστικά ή επίθετα δηλώνει την αρνητική τους σημασία
- μη θέλοντας, ο μη εργαζόμενος, μη πόλεμος, μη αναγνωρίσιμος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Σύμφωνα με ορισμένες γραμματικές, τα ναι, όχι, δε(ν), μη(ν), είναι μόρια.
- Για το τελικό <ν> → δείτε τη λέξη μη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μην
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας