μήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μηνσ- > μήν | |||||
ονομαστική | ὁ | μήν | οἱ | μῆνες | |
γενική | τοῦ | μηνός | τῶν | μηνῶν | |
δοτική | τῷ | μηνῐ́ | τοῖς | μησῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | μῆνᾰ | τοὺς | μῆνᾰς | |
κλητική ὦ! | μήν | μῆνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μῆνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μηνοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'μήν' όπως «μήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ). Συγγενή: λατινική mensis, (αγγλική moon, month)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: μήνας ⇒ νέα ελληνικά: μήνας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμήν αρσενικό
- ο μήνας
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : μείς
- δωρικός τύπος : μής
- αιολικός τύπος , γενική μῆννος
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- μήν < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
επεξεργασία- μήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- §259 - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company