Δείτε επίσης: μην
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μηνσ- > μήν
ονομαστική μήν οἱ μῆνες
      γενική τοῦ μηνός τῶν μηνῶν
      δοτική τῷ μηνῐ́ τοῖς μησῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν μῆν τοὺς μῆνᾰς
     κλητική ! μήν μῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μῆνε
γεν-δοτ τοῖν  μηνοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'μήν' όπως «μήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μήν < πρωτοελληνική *méns < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mḗh₁n̥s < *meh₁- (μετρώ). Συγγενή: λατινική mensis, (αγγλική moon, month)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: μήνας νέα ελληνικά: μήνας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μήν αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μήν < λείπει η ετυμολογία

ζητούμενο λήμμα