Δείτε επίσης: μην
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μηνσ- > μήν
ονομαστική μήν οἱ μῆνες
      γενική τοῦ μηνός τῶν μηνῶν
      δοτική τῷ μηνῐ́ τοῖς μησῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν μῆν τοὺς μῆνᾰς
     κλητική ! μήν μῆνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μῆνε
γεν-δοτ τοῖν  μηνοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'μήν' όπως «μήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία