Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. μήνη < αρχαία ελληνική μήνη
  2. μήνη < αρχαία ελληνική μήνις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήνη θηλυκό

  1. αντικείμενο με σχήμα ημισελήνου στο πρώτο τέταρτο
    ※  Η γέννηση μιας σπειραματικής μήνης - Birth of a glomerular crescent (Π. Πατεινάκης, Ι. Ευστρατίου, Δ. Παπαδοπούλου, semanticscholar.org, 15/4/2020 [1])
  2. οργή
    ※  Ήταν τόσο έντονη και αποτελεσματική η δραστηριότητά του αυτή που προκάλεσε τη μήνη των αρχών κατοχής (Ευστάθιος Μπάτης, Εκ της θαλάσσης τα κρείττω, σελ. 49, 2001)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μήνη < μήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μήνη θηλυκό

  1. η σελήνη
  2. ο μηνίσκος: η ημισέληνος ή οτιδήποτε έχει τέτοιο σχήμα
  3. διάταξη μάχης με σχήμα ημισελήνου
  4. κάλυμμα που τιθόταν στο κεφάλι των ανδριάντων, για να τα προστατεύει από τις κουτσουλιές των πουλιών
  5. κόσμημα με μηνοειδές σχήμα

Συγγενικά επεξεργασία