ημισέληνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημισέληνος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡμισέληνος (ουσιαστικό) - μεσαιωνική ελληνική ἡμισέληνος (επίθετο). Δείτε και το ελληνιστικό ουσιαστικό ἡμισελήνιον. Μορφολογικά αναλύεται σε ημι- + σελήν(η) + -ος < αρχαία ελληνική σελήνη < σέλας (μεταφραστικό δάνειο από την οθωμανική τουρκική یارم τουρκική yarım (μισός) آی ay (φεγγάρι, μήνας) [1] [2] ή από τη γερμανική Halbmond[1] [2] < halb + Mond)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.miˈse.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐σέ‐λη‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημισέληνος θηλυκό
- η Σελήνη, αύξουσα ή φθίνουσα, στη φάση του μηνίσκου
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε με παρόμοιο με το σχήμα του μισοφέγγαρου
- (ισλαμισμός) το σχήμα του μισοφέγγαρου που χρησιμοποιείται ως σύμβολο της μουσουλμανικής θρησκείας ή σε σημαίες μουσουλμανικών χωρών
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημισέληνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ημισέληνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ημισέληνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)