Δείτε επίσης: ημισέληνος, ἡμισελήνιον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡμισέληνος < ελληνιστική κοινή ἡμισελήνιον[1] < αρχαία ελληνική ἡμι- + σελήνη < σέλας

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡμισέληνος, -ον

  • που έχει σχέση με την ημισέληνο / μισοφέγγαρο ή αναφέρεται σ’ αυτά
    ※  11ος αιώνας Μιχαὴλ Ψελλός, De omnifaria doctrina. Critical text and introduction. Westerink, Leendert Gerrit (ed.), Centrale Drukkeru N.V. - Nijmegen, 1948. pdf σελ. 71. (τίτλος χφου με κεφαλαία άτονα: Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις πρὸς ἐρωτήσεις διαφόρους καὶ ἀπορίας γραφεῖσαι πρὸς τὸν βασιλέα κυρὸν Μιχαήλ τὸν Δούκαν.)
    135. Πόθεν φωτίζονται οἱ ἀστέρες.
    Οὔτε τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων οὐδεὶς οὔτε πάντες οἱ πλανῆται, ἀλλ’ ἡ σελήνη μόνη παρὰ τοῦ ἡλίου φωτίζεται. διατοῦτο καὶ τὸ πεφωτισμένον αὐτῆς μέρος ἀεὶ πρὸς τὸν ἥλιον νένευκεν· οὐκ ἔστι δὲ ὅτε ἀφώτιστος παντάπασιν ἐστὶν ἡ σελήνη, ἀλλ’ ἀεὶ ἐνδέδυται φῶς ἡμισέληνον. […]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἡμισελήνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. σελ. 456, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου