ἡμισελήνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἡμισελήνιον | τὰ | ἡμισελήνιᾰ |
γενική | τοῦ | ἡμισεληνίου | τῶν | ἡμισεληνίων |
δοτική | τῷ | ἡμισεληνίῳ | τοῖς | ἡμισεληνίοις |
αιτιατική | τὸ | ἡμισελήνιον | τὰ | ἡμισελήνιᾰ |
κλητική ὦ! | ἡμισελήνιον | ἡμισελήνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμισεληνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡμισεληνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἡμισελήνιον < αρχαία ελληνική ἡμι- + σελήνη < σέλας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἡμισελήνιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) η ημισέληνος, το μισοφέγγαρο
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας., λήμμα: ἡμισελήνιον
- ἡμισελήνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.