χφ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈɾoɣɾafo/
Συντομομορφή
επεξεργασίαχφ συντομογραφία (πληθυντικός χφφ)
- (βιβλιογραφική παραπομπή) χειρόγραφο (παραπέμπει σε συγκεκριμένο χειρόγραφο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαγλωσσικοί όροι: ms (πληθυντικός mss)