χειρόγραφο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χειρόγραφο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χειρόγραφος. Δείτε χειρό-, -γραφο
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /çiˈɾo.ɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐γρα‐φο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χειρόγραφο ουδέτερο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χειρόγραφο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
χειρόγραφο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του χειρόγραφος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χειρόγραφος