↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειρόγραφος η χειρόγραφη το χειρόγραφο
      γενική του χειρόγραφου της χειρόγραφης του χειρόγραφου
    αιτιατική τον χειρόγραφο τη χειρόγραφη το χειρόγραφο
     κλητική χειρόγραφε χειρόγραφη χειρόγραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειρόγραφοι οι χειρόγραφες τα χειρόγραφα
      γενική των χειρόγραφων των χειρόγραφων των χειρόγραφων
    αιτιατική τους χειρόγραφους τις χειρόγραφες τα χειρόγραφα
     κλητική χειρόγραφοι χειρόγραφες χειρόγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρόγραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειρόγραφος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χειρό- + -γραφος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈɾo.ɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρό‐γρα‐φοσ

  Επίθετο

επεξεργασία

χειρόγραφος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χειρόγραφος τὸ χειρόγραφον
      γενική τοῦ/τῆς χειρογράφου τοῦ χειρογράφου
      δοτική τῷ/τῇ χειρογράφ τῷ χειρογράφ
    αιτιατική τὸν/τὴν χειρόγραφον τὸ χειρόγραφον
     κλητική ! χειρόγραφε χειρόγραφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χειρόγραφοι τὰ χειρόγραφ
      γενική τῶν χειρογράφων τῶν χειρογράφων
      δοτική τοῖς/ταῖς χειρογράφοις τοῖς χειρογράφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χειρογράφους τὰ χειρόγραφ
     κλητική ! χειρόγραφοι χειρόγραφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χειρογράφω τὼ χειρογράφω
      γεν-δοτ τοῖν χειρογράφοιν τοῖν χειρογράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρόγραφος < αρχαία ελληνική χειρό- + (ελληνιστική κοινή) -γραφος

  Επίθετο

επεξεργασία

χειρόγραφος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία