-γραφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -γραφος | η | -γραφη | το | -γραφο |
γενική | του | -γραφου | της | -γραφης | του | -γραφου |
αιτιατική | τον | -γραφο | τη(ν) | -γραφη | το | -γραφο |
κλητική | -γραφε | -γραφη | -γραφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -γραφοι | οι | -γραφες | τα | -γραφα |
γενική | των | -γραφων | των | -γραφων | των | -γραφων |
αιτιατική | τους | -γραφους | τις | -γραφες | τα | -γραφα |
κλητική | -γραφοι | -γραφες | -γραφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -γραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -γραφος < αρχαία ελληνική γράφω. Για τους σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία -graph (όπως στα αγγλικά, γαλλικά)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -γρα‐φος
Επίθημα
επεξεργασία-γραφος, -η, -ο
- δεύτερο συνθετικό επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι έχει γραφτεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνεται στο πρώτο συνθετικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- → δείτε και το επίθημα -γράφος με ενεργητική σημασία: αυτό που γράφει
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γραφος στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε γραφος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γραφή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ -γραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | -γραφος | τὸ | -γραφον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -γράφου | τοῦ | -γράφου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -γράφῳ | τῷ | -γράφῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -γραφον | τὸ | -γραφον | ||
κλητική ὦ! | -γραφε | -γραφον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -γραφοι | τὰ | -γραφᾰ | ||
γενική | τῶν | -γράφων | τῶν | -γράφων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -γράφοις | τοῖς | -γράφοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -γράφους | τὰ | -γραφᾰ | ||
κλητική ὦ! | -γραφοι | -γραφᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -γράφω | τὼ | -γράφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -γράφοιν | τοῖν | -γράφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -γραφος < αρχαία ελληνική γράφ(ω) + -ος
Επίθημα
επεξεργασία-γραφος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) δεύτερο συνθετικό επιθέτων που δηλώνει κάτι έχει γραφτεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνεται στο πρώτο συνθετικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- → δείτε και το επίθημα -γραφος με παθητική σημασία: αυτό που γράφει
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γραφή
Σύνθετα
επεξεργασίαπαράγωγα και σύνθετα με -γραφος
- ἄγραφος
- ἀναπόγραφος
- ἀνέγγραφος
- ἀνεπίγραφος
- ἀντίγραφος
- ἀνυπόγραφος
- ἀπαράγραφος
- ἀπειρόγραφος
- ἀπερίγραφος
- ἀπόγραφος
- ἀπρόγραφος
- ἀσύγγραφος
- αὐτόγραφος
- αὐτοπερίγραφος
- δυσπαράγραφος
- δυσπερίγραφος
- ἔγγραφος
- ἐναπόγραφος
- ἐνυπόγραφος
- ἐπέγγραφος
- ἐπιστολόγραφος
- εὐπερίγραφος
- ἡμίγραφος
- ἰδιόγραφος
- ἰσόγραφος
- καινόγραφος
- κακόγραφος
- καλλίγραφος
- κατάγραφος
- κρημνόγραφος
- λεπτόγραφος
- μεσόγραφος
- νεόγραφος
- νεοκατάγραφος
- ὁλόγραφος
- ὁμόγραφος
- ὁμοιόγραφος
- ὀπισθόγραφος
- παράγραφος
- παρέγγραφος
- πρόσγραφος
- πρωτέγγραφος
- σύγγραφος
- ὑποσύγγραφος
- χειρόγραφος
- ψευδέγγραφος
- ψευδεπίγραφος
- ψευδογράφος