Δείτε επίσης: -γράφος, γράφος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -γραφος η -γραφη το -γραφο
      γενική του -γραφου της -γραφης του -γραφου
    αιτιατική τον -γραφο τη(ν) -γραφη το -γραφο
     κλητική -γραφε -γραφη -γραφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -γραφοι οι -γραφες τα -γραφα
      γενική των -γραφων των -γραφων των -γραφων
    αιτιατική τους -γραφους τις -γραφες τα -γραφα
     κλητική -γραφοι -γραφες -γραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-γραφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -γραφος < αρχαία ελληνική γράφω. Για τους σύγχρονους όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία -graph (όπως στα αγγλικά, γαλλικά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -γρα‐φος

  Επίθημα επεξεργασία

-γραφος, -η, -ο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • → δείτε και το επίθημα -γράφος με ενεργητική σημασία: αυτό που γράφει

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γραφή

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -γραφος τὸ -γραφον
      γενική τοῦ/τῆς -γράφου τοῦ -γράφου
      δοτική τῷ/τῇ -γράφ τῷ -γράφ
    αιτιατική τὸν/τὴν -γραφον τὸ -γραφον
     κλητική ! -γραφε -γραφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -γραφοι τὰ -γραφ
      γενική τῶν -γράφων τῶν -γράφων
      δοτική τοῖς/ταῖς -γράφοις τοῖς -γράφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -γράφους τὰ -γραφ
     κλητική ! -γραφοι -γραφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -γράφω τὼ -γράφω
      γεν-δοτ τοῖν -γράφοιν τοῖν -γράφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-γραφος < αρχαία ελληνική γράφ(ω) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-γραφος, -ος, -ον

Σημειώσεις επεξεργασία

  • → δείτε και το επίθημα -γραφος με παθητική σημασία: αυτό που γράφει

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γραφή

Σύνθετα επεξεργασία