ψευδεπίγραφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδεπίγραφος < ψεύδος + γράφω
Επίθετο
επεξεργασίαψευδεπίγραφος, -η, -ο
- αυτός που φέρει ψευδώς το όνομα κάποιου άλλου
- το ψευδεπίγραφο όνομα του χωριού
- αυτός που στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί σε αυτό που ισχυρίζεται (βάσει του ονόματός του) ότι είναι
- τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν μια ψευδεπίγραφη οικολογική κίνηση
- (για πνευματικό έργο) αυτό που αποδίδεται ψευδώς σε ένα συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανήκει
- τα ψευδεπίγραφα κείμενα του Αριστοτέλη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδεπίγραφος
|