κάλπικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κάλπικος | η | κάλπικη | το | κάλπικο |
γενική | του | κάλπικου | της | κάλπικης | του | κάλπικου |
αιτιατική | τον | κάλπικο | την | κάλπικη | το | κάλπικο |
κλητική | κάλπικε | κάλπικη | κάλπικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κάλπικοι | οι | κάλπικες | τα | κάλπικα |
γενική | των | κάλπικων | των | κάλπικων | των | κάλπικων |
αιτιατική | τους | κάλπικους | τις | κάλπικες | τα | κάλπικα |
κλητική | κάλπικοι | κάλπικες | κάλπικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακάλπικος, -η, -ο
- ψεύτικος
- κίβδηλος
- Η κάλπικη λίρα
- (μεταφορικά) άτιμος, ψεύτης, ανειλικρινής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάλπης