Δείτε επίσης: κάλπη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλπης οι κάλπηδες
      γενική του κάλπη των κάλπηδων
    αιτιατική τον κάλπη τους κάλπηδες
     κλητική κάλπη κάλπηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalp < περσική قلب (qalb, "ψεύτικος", "απομίμηση") < αραβική قلب (qalb "μεταβολή", επίσης "καρδιά")

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkal.pis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάλπης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κάλπης θηλυκό