κάλπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάλπη | οι | κάλπες |
γενική | της | κάλπης | των | καλπών |
αιτιατική | την | κάλπη | τις | κάλπες |
κλητική | κάλπη | κάλπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάλπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλπη[1] / κάλπις < (ίσως) προελληνική [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkal.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐πη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάλπη θηλυκό
- (πολιτική) κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
- (συνεκδοχικά) το εκλογικό τμήμα στο οποίο βρίσκεται το παραπάνω κουτί
- (συνεκδοχικά) η διαδικασία των εκλογών και το εκλογικό αποτέλεσμα
- (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο με στρογγυλό σώμα, τρεις λαβές και συνεχή καμπύλη από τα χείλη, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος
- ιστορία, αθλητισμός στην αρχαία Ελλάδα) ιππικό άθλημα στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες
Εκφράσεις
επεξεργασία- ανοίγουν οι κάλπες / κλείνουν οι κάλπες: αρχίζει / τελειώνει η ψηφοφορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάλπη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακάλπη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κάλπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.