Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poll polls

poll (en)

  1. η δημοσκόπηση
    ⮡  The polls have the government maintaining the lead in voters' preferences.
    Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη opinion poll
  2. η ψηφοφορία, οι κάλπες
    ⮡  a large turnout at the polls - μεγάλη συμμετοχή στην ψηφοφορία
    ⮡  The polls will stay open until sunset.
    Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές μέχρι τη δύση του ηλίου.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας poll
γ΄ ενικό ενεστώτα polls
αόριστος polled
παθητική μετοχή polled
ενεργητική μετοχή polling

poll (en)

  1. διενεργώ δημοσκόπηση
  2. κόβω τα κέρατα ενός ζώου