ενικός         πληθυντικός  
opinion poll opinion polls

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

opinion poll (en)

  • η δημοσκόπηση
    ⮡  Before elections, many opinion polls are conducted.
    Προεκλογικά, γίνονται πολλές δημοσκοπήσεις.
    ⮡  The results of the opinion poll was published.
    Δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.
     συνώνυμα:  poll και survey