χαραμάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαραμάδα < μεσαιωνική ελληνική χαραμάδα < αρχαία ελληνική χάραγμα + -άδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαραμάδα θηλυκό
- μακρόστενο άνοιγμα μεταξύ δύο αντικειμένων, τα οποία έπρεπε να εφάπτονται, που έχει προέλθει συνήθως από κακή κατασκευή ή φθορά