Ουσιαστικό

επεξεργασία

chink (en)

  1. χαραμάδα
  2. (μειωτικό) ο Ασιάτης, η Ασιάτισσα
ενεστώτας chink
γ΄ ενικό ενεστώτα chinks
αόριστος chinked
παθητική μετοχή chinked
ενεργητική μετοχή chinking

chink (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) κουδουνίζω, όταν τα ποτήρια, τα νομίσματα ή άλλα γυάλινα ή μεταλλικά αντικείμενα χτυπιούνται μαζί τους, παράγουν έναν ελαφρύ ήχο κουδουνίσματος
    ⮡  I chink glasses/coins.
    Κουδουνίζω ποτήρια/νομίσματα.
     συνώνυμα: clink

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sound