ενικός         πληθυντικός  
ballot box ballot boxes

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ballot box (en)

  • η κάλπη, το κουτί για την εκλογική διαδικασία
    ⮡  The ballot boxes will stay open until sunset.
    Οι κάλπες θα μείνουν ανοιχτές μέχρι τη δύση του ηλίου.