ψηφοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψηφοδόχος θηλυκό
- κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψηφοδόχος