εκλογικό τμήμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαεκλογικό τμήμα ουδέτερο
- το καθορισμένο μέρος όπου προσέρχονται οι ψηφοφόροι, ανάλογα με τον τόπο διαμονής τους και το επώνυμό τους, για να ψηφίσουν
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκλογικό τμήμα