τεφροδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεφροδόχος θηλυκό
- το δοχείο που περιέχει τη στάχτη ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
- ※ Με απόφαση των ιταλικών αρχών, η ιταλική αστυνομία και στρατοχωροφυλακή (καραμπινιέροι) έχουν αρχίσει να διανέμουν τεφροδόχους θανόντων από κορωνοϊό στους οικείους τους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η διασπορά του ιού. (Κορωνοϊός - Συγκλονιστικά πλάνα: Η Ιταλική αστυνομία μοιράζει τεφροδόχους στις οικογένειες, skai.gr, 14/04/2020 )