τεφροδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεφροδοχείο ουδέτερο
- άλλη μορφή του τεφροδόχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεφροδοχείο
|