Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τεφροδοχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τεφροδοχεί
ο
τα
τεφροδοχεί
α
γενική
του
τεφροδοχεί
ου
των
τεφροδοχεί
ων
αιτιατική
το
τεφροδοχεί
ο
τα
τεφροδοχεί
α
κλητική
τεφροδοχεί
ο
τεφροδοχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τεφροδοχείο
<
τέφρα
+
-ο-
+
δοχείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεφροδοχείο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
τεφροδόχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεφροδοχείο
→
δείτε
τη λέξη
τεφροδόχος