Επίθετο

επεξεργασία

faux (en) (χωρίς παραθετικά)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. faux (επίθετο) < λατινική falsus
  2. faux (ουσιαστικό) < λατινική falx


  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό faux faux
θηλυκό fausse fausses

faux (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
faux faux

faux (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία


Συγγενικά

επεξεργασία