παραθετικά
θετικός artificial
συγκριτικός more artificial
υπερθετικός most artificial

  Επίθετο

επεξεργασία

artificial (en)

  1. τεχνητός, ψεύτικος, που είναι κατασκευασμένος να μοιάζει στη λειτουργία με κάτι φυσικό
    ⮡  artificial eyelashes - τεχνητές βλεφαρίδες
    ⮡  artificial lighting - τεχνητός φωτισμός
    ⮡  artificial teeth - ψεύτικα δόντια
     συνώνυμα: false
  2. τεχνητός, που δημιουργείται από ανθρώπους· δεν συμβαίνει φυσικά
    ⮡  Esperanto is an artificial language.
    Η εσπεράντο είναι γλώσσα τεχνητή.
    ⮡  Consumer society creates artificial needs.
    Η καταναλωτική κοινωνία δημιουργεί τεχνητές ανάγκες.
  3. τεχνητός, που δεν είναι αυτό που φαίνεται
    ⮡  The artificial impression was created that…
    Δημιουργήθηκε η τεχνητή εντύπωση ότι…

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fake

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

artificial (ro)