artificial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | artificial |
συγκριτικός | more artificial |
υπερθετικός | most artificial |
Επίθετο
επεξεργασίαartificial (en)
- τεχνητός, ψεύτικος, που είναι κατασκευασμένος να μοιάζει στη λειτουργία με κάτι φυσικό
- τεχνητός, που δημιουργείται από ανθρώπους· δεν συμβαίνει φυσικά
- ⮡ Esperanto is an artificial language.
- Η εσπεράντο είναι γλώσσα τεχνητή.
- ⮡ Consumer society creates artificial needs.
- Η καταναλωτική κοινωνία δημιουργεί τεχνητές ανάγκες.
- ⮡ Esperanto is an artificial language.
- τεχνητός, που δεν είναι αυτό που φαίνεται
- ⮡ The artificial impression was created that…
- Δημιουργήθηκε η τεχνητή εντύπωση ότι…
- ⮡ The artificial impression was created that…
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fake
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαartificial (ro)