παραθετικά
θετικός false
συγκριτικός falser
υπερθετικός falsest

  Επίθετο

επεξεργασία

false (en)

  1. ψεύτικος, ψευδής, αναληθής, πλαστός, λανθασμένος· δεν είναι σωστό ή αληθινό
    ⮡  false information/news - ψεύτικες πληροφορίες/ειδήσεις
    ⮡  The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
    Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
    ⮡  a false rumor - αναληθής φήμη
    ⮡  a false narrative - πλαστή αφήγηση
     συνώνυμα:  fictitious, erroneous, incorrect, spurious, untruthful, untrue και wrong
  2. ψεύτικος, τεχνητός, όχι φυσικός
    ⮡  false teeth - ψεύτικα δόντια
    ⮡  false eyelashes - τεχνητές βλεφαρίδες
     συνώνυμα: artificial, → και δείτε τη λέξη fake
  3. ψεύτικος, πλαστός, που είναι κατασκευασμένος με απομίμηση ή παραποίηση του γνήσιου, με σκοπό την εξαπάτηση
    ⮡  a false document/passport - ψεύτικο έγγραφο/διαβατήριο
    ⮡  false banknotes - πλαστά χαρτονομίσματα
     συνώνυμα: counterfeit, → και δείτε τη λέξη fake
  4. ψευδής, λαθεμένος, ψεύτικος, που δεν είναι ακριβές γιατί έχει γίνει λάθος
    ⮡  a false impression - ψευδής εντύπωση
    ⮡  a false perception - λαθεμένη αντίληψη
    ⮡  a false alarm - ψεύτικος συναγερμός
  5. ψεύτικος, ψευδής, για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που δεν είναι αληθινή ή ειλικρινής
    ⮡  a false smile - ψεύτικο χαμόγελο
    ⮡  false enthusiasm - ψευδής ενθουσιασμός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disingenuous

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία