spurious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | spurious |
συγκριτικός | more spurious |
υπερθετικός | most spurious |
Επίθετο
επεξεργασίαspurious (en)
- ψευδής αν και φαίνεται να είναι αληθινός
- ⮡ He had managed to create the entirely spurious impression that the company was thriving.
- Είχε καταφέρει να δημιουργήσει την εντελώς ψευδή εντύπωση ότι η εταιρεία ευημερούσε.
- ⮡ He had managed to create the entirely spurious impression that the company was thriving.
- ψευδής, ανυπόστατος, που βασίζεται σε ψευδείς ιδέες ή τρόπους σκέψης
- ⮡ The argument was based on spurious assumptions.
- Το επιχείρημα βασίστηκε σε ψευδείς υποθέσεις.
- ⮡ Spurious allegations can damage a reputation.
- Οι ανυπόστατες κατηγορίες μπορούν να βλάψουν τη φήμη.
- ⮡ The argument was based on spurious assumptions.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη false