παραθετικά
θετικός disingenuous
συγκριτικός more disingenuous
υπερθετικός most disingenuous

  Επίθετο

επεξεργασία

disingenuous (en) (επίσημο)

  • ψεύτικος, πλαστός, ψευδής, που δεν είναι ειλικρινής
    ⮡  a disingenuous smile - ψεύτικο χαμόγελο
    ⮡  disingenuous people - ψεύτικος κόσμος
    ⮡  disingenuous politeness - πλαστή ευγένεια
    ⮡  disingenuous enthusiasm - ψευδής ενθουσιασμός
     συνώνυμα:  fake, false και insincere