κόσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόσα | οι | κόσες |
γενική | της | κόσας | — | |
αιτιατική | την | κόσα | τις | κόσες |
κλητική | κόσα | κόσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- (εργαλείο) κόσα < σλαβικής προέλευσης *kosa (συγκρίνετε: βουλγαρική косá, σλαβομακεδονική кóса, πολωνική kosa, κάτω σορβική kósa, ρωσική косá, σερβική ко̀са/kòsa, σλοβακική kosa, τσεχική kosa, κτλ.)
- (γλώσσα) κόσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόσα ή κοσιά θηλυκό
- (εργαλείο) μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού
επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλώσσα
|