Ετυμολογία

επεξεργασία
faucille < λατινική falcicula (μικρό δρεπάνι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɔ.sij/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
faucille faucilles

faucille (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία