Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ψευδεπίγραφά
      γενική των ψευδεπίγραφών
    αιτιατική τα ψευδεπίγραφά
     κλητική ψευδεπίγραφά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδεπίγραφα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψευδεπίγραφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδεπίγραφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία