απόκρυφα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
απόκρυφα
- μη εμφανή
- μη γνωστά στο ευρύ κοινό
- μη αποδεκτά δεδομένα, βιβλία ή κείμενα από κάποια αρχή ως επίσημα ή αυθεντικά είτε ως προς την χρονολογία και τους συγγραφείς, είτε ιδεολογικά/νοηματικά
- (ευφημιστικά, εξευμενιστικά) οι όρχεις, τα γεννητικά όργανα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόκρυφα
|