Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
secretly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
secretly
<
secret
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
secretly
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
κρυφά
⮡
He
secretly
loves her.
Την αγαπάει
κρυφά
.
≈
συνώνυμα
:
covertly