Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
covertly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
covertly
συγκριτικός
more
covertly
υπερθετικός
most
covertly
Ετυμολογία
επεξεργασία
covertly
<
covert
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
covertly
(en)
(
επίσημο
)
κρυφά
,
συγκαλυμμένα
⮡
He left
covertly
.
Έφυγε
κρυφά
.
⮡
They overtly or
covertly
use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή
συγκαλυμμένα
τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
≈
συνώνυμα
:
secretly
≠
αντώνυμα
:
overtly
Πηγές
επεξεργασία
covertly
-
Oxford Learner's Dictionaries