παραθετικά
θετικός covertly
συγκριτικός more covertly
υπερθετικός most covertly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
covertly < covert + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

covertly (en) (επίσημο)

  • κρυφά, συγκαλυμμένα
    ⮡  He left covertly.
    Έφυγε κρυφά.
    ⮡  They overtly or covertly use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
    Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
     συνώνυμα: secretly
     αντώνυμα: overtly