παραθετικά
θετικός overtly
συγκριτικός more overtly
υπερθετικός most overtly

Ετυμολογία

επεξεργασία
overtly < overt + -ly

Επίρρημα

επεξεργασία

overtly (en) (επίσημο)

  • ανοιχτά, απροκάλυπτα, με τρόπο ανοιχτό και όχι μυστικό
      They overtly or covertly use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
    Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
      His actions are overtly hostile.
    Οι ενέργειές του είναι απροκάλυπτα εχθρικές.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obviously
     αντώνυμα: covertly