obviously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | obviously |
συγκριτικός | more obviously |
υπερθετικός | most obviously |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαobviously (en)
- προφανώς
- ⮡ Obviously you are not well-informed, that’s why you’re making these objections.
- Προφανώς δεν είσαι καλά ενημερωμένος, γι΄ αυτό προβάλλεις αυτές τις αντιρρήσεις.
- ⮡ -“Was he unhappy with our decision?” -“Obviously (yes).”
- -«Τον δυσαρέστησε η απόφασή μας;» -«Προφανώς (ναι).»
- ⮡ Obviously you are not well-informed, that’s why you’re making these objections.