noticeably
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | noticeably |
συγκριτικός | more noticeably |
υπερθετικός | most noticeably |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- noticeably < noticeable + -ly
παραθετικά | |
θετικός | noticeably |
συγκριτικός | more noticeably |
υπερθετικός | most noticeably |